μανούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μανούρι | τα | μανούρια |
γενική | του | μανουριού | των | μανουριών |
αιτιατική | το | μανούρι | τα | μανούρια |
κλητική | μανούρι | μανούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμανούρι ουδέτερο
- (τυρί) τύπος μυζήθρας με περισσότερο λίπος -παλιότερα πρόσθεταν κατσικίσιο και πρόβειο γάλα ή ανθόγαλα για να εμπλουτίζεται το τυρί σε λιπαρά.