ουρήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρήθρα | οι | ουρήθρες |
γενική | της | ουρήθρας | των | ουρηθρών |
αιτιατική | την | ουρήθρα | τις | ουρήθρες |
κλητική | ουρήθρα | ουρήθρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ουρήθρα < αρχαία ελληνική οὐρήθρα < οὐρῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /uˈri.θra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρή‐θρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουρήθρα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ουρήθρα στη Βικιπαίδεια