ενικός         πληθυντικός  
bubble bubbles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bubble (en)

  1. η φούσκα, η φυσαλίδα, μια ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό
    ⮡  the bubbles of the boiling water - οι φούσκες του νερού που βράζει
    ⮡  bubbles began rising - άρχισαν να βγαίνουν φυσαλίδες
    ⮡  a soap bubble - σαπουνόφουσκα
  2. η φούσκα, η σαπουνόφουσκα, για κάτι που ενώ φαίνεται σημαντικό αποδεικνύεται ασήμαντο, κενό, διαψεύδει τις προσδοκίες
    ⮡  Many companies on the stock market were bubbles/were in a bubble.
    Πολλές εταιρείες στο χρηματιστήριο ήταν φούσκες.
    ⮡  a stock market bubble - χρηματιστηριακή σαπουνόφουσκα