φυσίγγι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυσίγγι | τα | φυσίγγια |
γενική | του | φυσιγγιού | των | φυσιγγιών |
αιτιατική | το | φυσίγγι | τα | φυσίγγια |
κλητική | φυσίγγι | φυσίγγια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυσίγγι < φυσίγγιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυσίγγι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη φυσίγγιο