Δείτε επίσης: φύσα, φίσα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φῦσ αἱ φῦσαι
      γενική τῆς φύσης τῶν φυσῶν
      δοτική τῇ φύσ ταῖς φύσαις
    αιτιατική τὴν φῦσᾰν τὰς φύσᾱς
     κλητική ! φῦσ φῦσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύσ
γεν-δοτ τοῖν  φύσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία