πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡσητηρ-
ονομαστική φυσητήρ οἱ φυσητῆρες
      γενική τοῦ φυσητῆρος τῶν φυσητήρων
      δοτική τῷ φυσητῆρ τοῖς φυσητῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φυσητῆρ τοὺς φυσητῆρᾰς
     κλητική ! φυσητήρ φυσητῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσητῆρε
γεν-δοτ τοῖν  φυσητήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία