φυσητήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῡσητηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φυσητήρ | οἱ | φυσητῆρες | |
γενική | τοῦ | φυσητῆρος | τῶν | φυσητήρων | |
δοτική | τῷ | φυσητῆρῐ | τοῖς | φυσητῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | φυσητῆρᾰ | τοὺς | φυσητῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | φυσητήρ | φυσητῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσητῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσητήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυσητήρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυσητήρ αρσενικό
- όργανο για φύσημα, φυσητήρι
- (ζωολογία) η δίοδος αναπνοής φάλαινας (φυσητήρας)
- (ελληνιστική σημασία) αυτός που φυσάει
- (ελληνιστική σημασία , ζωολογία) είδος φάλαινας, φυσητήρας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φυσάω και φῦσα
Πηγές
επεξεργασία- φυσητήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυσητήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.