Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡσητηρ-
ονομαστική φυσητήρ οἱ φυσητῆρες
      γενική τοῦ φυσητῆρος τῶν φυσητήρων
      δοτική τῷ φυσητῆρ τοῖς φυσητῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φυσητῆρ τοὺς φυσητῆρᾰς
     κλητική ! φυσητήρ φυσητῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσητῆρε
γεν-δοτ τοῖν  φυσητήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσητήρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσητήρ αρσενικό

  1. όργανο για φύσημα, φυσητήρι
     συνώνυμα: φυσητήριον
  2. (ζωολογία) η δίοδος αναπνοής φάλαινας (φυσητήρας)
  3. (ελληνιστική σημασία) αυτός που φυσάει
     συνώνυμα: φυσητής, φυσήτωρ
  4. (ελληνιστική σημασία , ζωολογία) είδος φάλαινας, φυσητήρας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φυσάω και φῦσα

  Πηγές επεξεργασία