Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσητός η φυσητή το φυσητό
      γενική του φυσητού της φυσητής του φυσητού
    αιτιατική τον φυσητό τη φυσητή το φυσητό
     κλητική φυσητέ φυσητή φυσητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσητοί οι φυσητές τα φυσητά
      γενική των φυσητών των φυσητών των φυσητών
    αιτιατική τους φυσητούς τις φυσητές τα φυσητά
     κλητική φυσητοί φυσητές φυσητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Παλιότερη μέθοδος για το φύσημα του γυαλιού με τα χείλη, η οποία πάντως εφαρμόζεται από τεχνίτες ακόμα και σήμερα/

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φυσητός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

φυσητός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φυσάω

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φῡσητο-
ονομαστική φυσητός φυσητή τὸ φυσητόν
      γενική τοῦ φυσητοῦ τῆς φυσητῆς τοῦ φυσητοῦ
      δοτική τῷ φυσητ τῇ φυσητ τῷ φυσητ
    αιτιατική τὸν φυσητόν τὴν φυσητήν τὸ φυσητόν
     κλητική ! φυσητέ φυσητή φυσητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φυσητοί αἱ φυσηταί τὰ φυσητᾰ́
      γενική τῶν φυσητῶν τῶν φυσητῶν τῶν φυσητῶν
      δοτική τοῖς φυσητοῖς ταῖς φυσηταῖς τοῖς φυσητοῖς
    αιτιατική τοὺς φυσητούς τὰς φυσητᾱ́ς τὰ φυσητᾰ́
     κλητική ! φυσητοί φυσηταί φυσητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φυσητώ τὼ φυσητᾱ́ τὼ φυσητώ
      γεν-δοτ τοῖν φυσητοῖν τοῖν φυσηταῖν τοῖν φυσητοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσητός (ελληνιστική κοινή) ρηματικό επίθετο σε -τός < αρχαία ελληνική φυσάω < φῦσα

  Επίθετο επεξεργασία

φυσητός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φῦσα

  Πηγές επεξεργασία