φυσητά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφυσητά < φυσητός
Επίρρημα
επεξεργασίαφυσητά
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσητά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφυσητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυσητό
φυσητά < φυσητός
φυσητά
|
φυσητά