↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡσαλλιδ-
ονομαστική φυσαλλίς αἱ φυσαλλίδες
      γενική τῆς φυσαλλίδος τῶν φυσαλλίδων
      δοτική τῇ φυσαλλίδ ταῖς φυσαλλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φυσαλλίδ τὰς φυσαλλίδᾰς
     κλητική ! φυσαλλίς* φυσαλλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσαλλίδε
γεν-δοτ τοῖν  φυσαλλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσαλλίς < φῦσ(α) (φύσημα) + -αλλίς < φυσάω-φυσῶ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυσαλλίς, -ίδος θηλυκό

  1. (αρχική σημασία, μουσικό όργανο) είδος αυλού
  2. φουσκάλα, φυσαλίδα

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «φυσαλλίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.