φυσαλλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῡσαλλιδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | φυσαλλίς | αἱ | φυσαλλίδες | |
γενική | τῆς | φυσαλλίδος | τῶν | φυσαλλίδων | |
δοτική | τῇ | φυσαλλίδῐ | ταῖς | φυσαλλίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | φυσαλλίδᾰ | τὰς | φυσαλλίδᾰς | |
κλητική ὦ! | φυσαλλίς* | φυσαλλίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσαλλίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσαλλίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφυσαλλίς, -ίδος θηλυκό
- (αρχική σημασία, μουσικό όργανο) είδος αυλού
- φουσκάλα, φυσαλίδα
Άλλες γραφές
επεξεργασία- φυσαλίς (μεταγενέστερη γραφή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «φυσαλλίδα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φυσαλλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.