Δείτε επίσης: Φίσα, φύσα, φῦσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φίσα οι φίσες
      γενική της φίσας των φισών
    αιτιατική τη φίσα τις φίσες
     κλητική φίσα φίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φίσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική fiche + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φί‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φίσα θηλυκό

  1. καρτελάκι ή μικρού σχετικά μεγέθους δελτίο καταγραφής στοιχείων, ταξινόμησης ή αρχειοθέτησης, από χαρτί ή χαρτόνι
    ※  —Τό Τμῆμα Πληροφοριῶν νά μοῦ στείλει ὁλοταχῶς τή φίσα «Κωστής Ρούσης», ἀπολύτως ἐνημερωμένη.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
  2. (σπάνιο) κομμάτι κόκαλου ή πλαστικού που διατίθεται σε διάφορα μεγέθη και σχήματα και χρησιμοποιείται ως αντιπροσώπευση ενός χρηματικού ποσού σε τυχερά παιχνίδια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.