Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτόνι τα χαρτόνια
      γενική του χαρτονιού των χαρτονιών
    αιτιατική το χαρτόνι τα χαρτόνια
     κλητική χαρτόνι χαρτόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κομμάτια από χαρτόνι

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτόνι < (άμεσο δάνειο) βενετική carton (τροπή [k > x] λόγω της επίδραση της λέξης χαρτί) + < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaɾˈto.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐τό‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτόνι ουδέτερο

  • σκληρό και παχύ υλικό συσκευασίας με βάση το χαρτί

Υποκοριστικά επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία