carton
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
carton | cartons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
carton (en)
- το χαρτοκιβώτιο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
carton (fr) αρσενικό
- το χαρτόνι
ενικός | πληθυντικός |
carton | cartons |
carton (en)
carton (fr) αρσενικό