Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχειοθέτηση οι αρχειοθετήσεις
      γενική της αρχειοθέτησης* των αρχειοθετήσεων
    αιτιατική την αρχειοθέτηση τις αρχειοθετήσεις
     κλητική αρχειοθέτηση αρχειοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρχειοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχειοθέτηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχειοθέτηση θηλυκό

  1. η τοποθέτηση και τακτοποίηση εγγράφων ή άλλων αντικειμένων σε ένα αρχείο
  2. κωδικοποιημένη ταξινόμηση προϊόντων με βάση την ονοματοδοσία τους για εύκολη εξεύρεση συναφών προϊόντων από κατάλογο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία