archivage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- archivage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
archivage | archivages |
archivage (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
archivage | archivages |
archivage (fr) θηλυκό