αρχειοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρχειοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρχειοθετώ
- θα αρχειοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρχειοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααρχειοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρχειοθέτηση