ἀναφύσημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀναφύσημᾰ | τὰ | ἀναφυσήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀναφυσήμᾰτος | τῶν | ἀναφυσημᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἀναφυσήμᾰτῐ | τοῖς | ἀναφυσήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἀναφύσημᾰ | τὰ | ἀναφυσήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἀναφύσημᾰ | ἀναφυσήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναφυσήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναφυσημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀναφύσημα < ἀναφυσάω φυση- + -μα → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀναφύσημα ουδέτερο
- (άνεμος) ριπή ανέμου
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
Πηγές
επεξεργασία
- ἀναφύσημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναφύσημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.