Δείτε επίσης: αναφύσημα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀναφύσημᾰ τὰ ἀναφυσήμᾰτ
      γενική τοῦ ἀναφυσήμᾰτος τῶν ἀναφυσημᾰ́των
      δοτική τῷ ἀναφυσήμᾰτ τοῖς ἀναφυσήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀναφύσημᾰ τὰ ἀναφυσήμᾰτ
     κλητική ! ἀναφύσημᾰ ἀναφυσήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναφυσήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀναφυσημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναφύσημα < ἀναφυσάω φυση- + -μα λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀναφύσημα ουδέτερο

  • (άνεμος) ριπή ανέμου
    ※  4ος αιώνας πκε Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
    Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.

  Πηγές επεξεργασία