Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμφυσηματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμφυσηματικ
ός
η
εμφυσηματικ
ή
το
εμφυσηματικ
ό
γενική
του
εμφυσηματικ
ού
της
εμφυσηματικ
ής
του
εμφυσηματικ
ού
αιτιατική
τον
εμφυσηματικ
ό
την
εμφυσηματικ
ή
το
εμφυσηματικ
ό
κλητική
εμφυσηματικ
έ
εμφυσηματικ
ή
εμφυσηματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμφυσηματικ
οί
οι
εμφυσηματικ
ές
τα
εμφυσηματικ
ά
γενική
των
εμφυσηματικ
ών
των
εμφυσηματικ
ών
των
εμφυσηματικ
ών
αιτιατική
τους
εμφυσηματικ
ούς
τις
εμφυσηματικ
ές
τα
εμφυσηματικ
ά
κλητική
εμφυσηματικ
οί
εμφυσηματικ
ές
εμφυσηματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμφυσηματικός
<
εμφύσημα
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
eɱ.fi.si.ma.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
εμφυσηματικός
(
ιατρική
) που έχει
σχέση
με
εμφύσημα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
εμφύσημα
→
δείτε
τις λέξεις
εμφυσώ
και
φυσώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμφυσηματικός