Δείτε επίσης: ἐμφυσῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμφυσώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμφυσῶ, συνηρημένος τύπος του ἐμφυσάω. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + φυσώ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.fiˈso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐φυ‐σώ

εμφυσώ, πρτ.: εμφυσούσα, αόρ.: εμφύσησα/ενεφύσησα, παθ.φωνή: (εμφυσώμαι), π.αόρ.: εμφυσήθηκα, μτχ.π.π.: εμφυσημένος[1]

  1. φυσάω αέρα μέσα σε κάτι ή κάποιον
  2. (ιατρική) φουσκώνω (όργανο του σώματος) με αέρα
  3. (μεταφορικά) εμπνέω, δημιουργώ ορισμένο συναίσθημα, μεταδίδω αρχές, ιδέες κλπ. και προκαλώ την υιοθέτησή τους
    ※  Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον· πεσούσαν / Να την εγείρω, κ' εις νεκράν ψυχήν να εμφυσήσω· / Καρδίαν φθινοπωρινήν, ζωήν φυλλορροούσαν, / Και πεπτωκότα άγγελον ποθώ να ελεήσω. (Αχιλλέας Παράσχος, Προτίμησις)

Ενεργητική φωνή: και λόγιος αόριστος από τα αρχαία: ενεφύσησα

Παθητική φωνή:

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
  3. εμφυσώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας