εμφύσηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφύσηση | οι | εμφυσήσεις |
γενική | της | εμφύσησης* | των | εμφυσήσεων |
αιτιατική | την | εμφύσηση | τις | εμφυσήσεις |
κλητική | εμφύσηση | εμφυσήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφυσήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμφύσηση < ελληνιστική κοινή ἐμφύσησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμφύσηση θηλυκό
- εγχάραξη στο νου, αποτύπωση, ενστάλαξη, κατήχηση, ορμήνεια
- φούσκωμα (με αέρα, όπως πολυμερικού φιλμ, μπαλονιού κ.λπ.)