εμφύσημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμφύσημα < αρχαία ελληνική ἐμφύσημα ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική emphysema)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eɱˈfi.si.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμφύσημα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- εμφυσηματικός
- → δείτε τις λέξεις εμφυσώ και φυσώ