Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φύσιγγα οι φύσιγγες
      γενική της φύσιγγας των φυσίγγων
    αιτιατική τη φύσιγγα τις φύσιγγες
     κλητική φύσιγγα φύσιγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φύσιγγα, αμπούλα
 
Φύσιγγες μελάνης.
 
Φύσιγγα σιλικόνης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύσιγγα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φῦσιγξ, από την αιτιατική «τὴν φύσιγγα» < αρχαία ελληνική φῦσα + (παραγωγικό επίθημα) -ιγξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi.siŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύ‐σιγ‐γα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύσιγγα θηλυκό

  1. αμπούλα
  2. ειδικό εξάρτημα που περιέχει τη μελάνη εκτυπωτών
  3. κυλινδρικό δοχείο που περιέχει σιλικόνη (ή άλλα υλικά σε ημίρρευστη μορφή) και μέσω ειδικού μυτερού στομίου τα εκχύνουν στο επιθυμητό σημείο και στην επιθυμητή ποσότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φύσιγγα θηλυκό