εκτυπωτής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκτυπωτής < εκτυπώνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εκτυπωτής αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που τυπώνει κείμενο ή εικόνες πάνω σε χαρτί, χαρτόνι ή διαφάνειες
- (τυπογραφία) ειδικευμένος τεχνίτης που είναι υπεύθυνος για την τυπωτική μηχανή