πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτύπωση οι εκτυπώσεις
      γενική της εκτύπωσης* των εκτυπώσεων
    αιτιατική την εκτύπωση τις εκτυπώσεις
     κλητική εκτύπωση εκτυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκτύπωση θηλυκό

  • η διαδικασία μεταφοράς κειμένου ή διάφορων απεικονίσεων με ειδική μηχανή, από κάποιο πρότυπο, σε ένα ή πολλά αντίτυπα, σε μόνιμη επιφάνεια (χαρτί ή άλλο υλικό)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία