εκτύπωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτύπωση | οι | εκτυπώσεις |
γενική | της | εκτύπωσης* | των | εκτυπώσεων |
αιτιατική | την | εκτύπωση | τις | εκτυπώσεις |
κλητική | εκτύπωση | εκτυπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτυπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτύπωση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈkti.po.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτύπωση θηλυκό
- η διαδικασία μεταφοράς κειμένου ή διάφορων απεικονίσεων με ειδική μηχανή, από κάποιο πρότυπο, σε ένα ή πολλά αντίτυπα, σε μόνιμη επιφάνεια (χαρτί ή άλλο υλικό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτύπωση