ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

impression (en)

  1. η εντύπωση, μια ιδέα, ένα συναίσθημα ή μια γνώμη που έχω για κάποιον ή κάτι, ή που κάποιος ή κάτι μου δίνει
    ⮡  You give the impression of a leader.
    Δίνεις την εντύπωση του ηγέτη.
    ⮡  I have/had the impression that…
    Έχω/είχα την εντύπωση ότι…
    ⮡  I get the impression that you aren’t listening to me/that you don’t like me.
    Έχω την ιδέα πως δεν μ' ακούς/πως δεν με συμπαθείς.
    ⮡  I am under the impression we have met before.
    Έχω την ιδέα πως έχουμε γνωριστεί.
  2. η εντύπωση, το αποτύπωμα, η επίδραση που έχει μια εμπειρία ή ένα πρόσωπο σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  First impressions are often misleading.
    Οι πρώτες εντυπώσεις είναι συχνά παραπλανητικές.
    ⮡  He doesn’t leave a good impression on the public.
    Αυτός δεν αφήνουν καλό αποτύπωμα στο κοινό.
    ⮡  His interpretation left an impression on the audience.
    Η ερμηνεία του εντυπωσίασε το κοινό.
  3. η αποτύπωση, το αποτύπωμα, σημάδι που αφήνει σε μια επιφάνεια ένα σώμα που πιέζεται πάνω σ' αυτή
    ⮡  a relief impression - ανάγλυφη αποτύπωση
    ⮡  He took the impression of the key on wax.
    Πήρε το αποτύπωμα του κλειδιού επάνω σε κερί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imprint

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

impression (fr) θηλυκό

  1. η εντύπωση
  2. η εκτύπωση