Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

impression (en)

  1. η εντύπωση, μια ιδέα, ένα συναίσθημα ή μια γνώμη που έχω για κάποιον ή κάτι, ή που κάποιος ή κάτι μου δίνει
    You give the impression of a leader.
    Δίνεις την εντύπωση του ηγέτη.
    I have/had the impression that…
    Έχω/είχα την εντύπωση ότι…
    I get the impression that you aren’t listening to me/that you don’t like me.
    Έχω την ιδέα πως δεν μ' ακούς/πως δεν με συμπαθείς.
    I am under the impression we have met before.
    Έχω την ιδέα πως έχουμε γνωριστεί.
  2. η εντύπωση, το αποτύπωμα, η επίδραση που έχει μια εμπειρία ή ένα πρόσωπο σε κάποιον ή κάτι
    First impressions are often misleading.
    Οι πρώτες εντυπώσεις είναι συχνά παραπλανητικές.
    He doesn’t leave a good impression on the public.
    Αυτός δεν αφήνουν καλό αποτύπωμα στο κοινό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imprint

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impression impressions

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.pʁɛ.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

impression (fr) θηλυκό

  1. η εντύπωση
  2. η εκτύπωση