Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

under the impression < → δείτε τις λέξεις under, the και impression

  Έκφραση επεξεργασία

under the impression (en)

  • (ιδιωματισμός) είχα την εντύπωση, πιστεύω, συνήθως λανθασμένα, ότι κάτι είναι αλήθεια ή συμβαίνει
    I was under the impression that…
    Είχα την εντύπωση ότι…

  Πηγές επεξεργασία