imprint
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
imprint | imprints |
imprint (en)
- το αποτύπωμα, η αποτύπωση, σημάδι που αφήνει σε μια επιφάνεια ένα σώμα που πιέζεται πάνω σ' αυτή
- ⮡ the imprint of the image on wood - η αποτύπωση της εικόνας σε ξύλο
- ≈ συνώνυμα: impress και impression
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | imprint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | imprints |
αόριστος | imprinted |
παθητική μετοχή | imprinted |
ενεργητική μετοχή | imprinting |
imprint (en)
- αποτυπώνω, εντυπώνω, έχω μεγάλη επίδραση σε κάτι ώστε να μην μπορεί να ξεχαστεί, να αλλάξει κτλ.
- ⮡ Those events were indelibly imprinted in my memory.
- Αυτά τα γεγονότα αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
- ⮡ This memory has imprinted itself in my mind.
- Αυτή η ανάμνηση έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου.
- ⮡ Those events were indelibly imprinted in my memory.
- αποτυπώνω, πιέζω ένα σημάδι ή σχέδιο σε μια επιφάνεια
- ⮡ The tracks from the wheels were imprinted on the soft snow.
- Τα ίχνη των των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.
- ⮡ The tracks from the wheels were imprinted on the soft snow.