Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imprint imprints

imprint (en)

ενεστώτας imprint
γ΄ ενικό ενεστώτα imprints
αόριστος imprinted
παθητική μετοχή imprinted
ενεργητική μετοχή imprinting

imprint (en)

  1. αποτυπώνω, εντυπώνω, έχω μεγάλη επίδραση σε κάτι ώστε να μην μπορεί να ξεχαστεί, να αλλάξει κτλ.
    ⮡  Those events were indelibly imprinted in my memory.
    Αυτά τα γεγονότα αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
    ⮡  This memory has imprinted itself in my mind.
    Αυτή η ανάμνηση έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου.
  2. αποτυπώνω, πιέζω ένα σημάδι ή σχέδιο σε μια επιφάνεια
    ⮡  The tracks from the wheels were imprinted on the soft snow.
    Τα ίχνη των των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.

Συγγενικά

επεξεργασία