Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impress impresses

impress (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας impress
γ΄ ενικό ενεστώτα impresses
αόριστος impressed
παθητική μετοχή impressed
ενεργητική μετοχή impressing

impress (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εντυπωσιάζω, μου κάνει εντύπωση, θαυμάζω κάποιον ή κάτι
    He tried to impress me with his knowledge.
    Προσπάθησε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του.
    I was not impressed at all.
    Δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου.
    I was impressed by the beauty of the place.
    Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου.
    We are impressed by the magnificent sight.
    Είμαστε εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) εντυπώνω, έχει μεγάλη επίδραση σε κάτι, ειδικά στο μυαλό, τη φαντασία κάποιου, κτλ.
    It impresses on us a truer realization of the events.
    Αυτό μας εντυπώνει μια πιο αληθινή πραγμάτωση των γεγονότων.

  Πηγές επεξεργασία