Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impress impresses

impress (en)

ενεστώτας impress
γ΄ ενικό ενεστώτα impresses
αόριστος impressed
παθητική μετοχή impressed
ενεργητική μετοχή impressing

impress (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εντυπωσιάζω, κάνω εντύπωση, θαυμάζω κάποιον ή κάτι
    ⮡  He tried to impress me with his knowledge.
    Προσπάθησε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του.
    ⮡  He exaggerates his successes to impress.
    Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) εντυπώνω, έχει μεγάλη επίδραση σε κάτι, ειδικά στο μυαλό, τη φαντασία κάποιου, κτλ.
    ⮡  It impresses on us a truer realization of the events.
    Αυτό μας εντυπώνει μια πιο αληθινή πραγμάτωση των γεγονότων.

Συγγενικά

επεξεργασία