impress
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
impress | impresses |
impress (en)
- η αποτύπωση
- ↪ the impress of the image on wood
- η αποτύπωση της εικόνας σε ξύλο
- ↪ the impress of the image on wood
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | impress |
γ΄ ενικό ενεστώτα | impresses |
αόριστος | impressed |
παθητική μετοχή | impressed |
ενεργητική μετοχή | impressing |
impress (en)
- εντυπωσιάζω, εντυπώνω
- ↪ It impresses on us a truer realization of the events.
- Αυτό μας εντυπώνει μια πιο αληθινή πραγμάτωση των γεγονότων.
- ↪ It impresses on us a truer realization of the events.