Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός impressed
συγκριτικός more impressed
υπερθετικός most impressed

impressed (en)

  • εντυπωσιασμένος, εντυπωσιάζομαι, Θαυμάζω κάποιον ή κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα καλό, ενδιαφέρον κτλ.
    ⮡  I am (deeply)/I was impressed.
    Είμαι (βαθύτατα)/έμεινα εντυπωσιασμένος.
    ⮡  We are impressed by the magnificent sight.
    Είμαστε εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.
    ⮡  I was not impressed at all.
    Δεν εντυπωσιάστηκα καθόλου.
    ⮡  I was impressed by the beauty of the place.
    Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου.
    ⮡  I have been impressed by their knowledge.
    Έχω εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις τους.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

impressed (en)