Ετυμολογία

επεξεργασία
εντυπωσιάζομαι< παθητική φωνή του εντυπωσιάζω

εντυπωσιάζομαι

  • με εντυπωσιάζει κάτι ή κάποιος, μου τραβάει έντονα την προσοχή, μου προκαλεί ζωηρή αίσθηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία