εντυπωσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντυπωσιάζομαι< παθητική φωνή του εντυπωσιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαεντυπωσιάζομαι
- με εντυπωσιάζει κάτι ή κάποιος, μου τραβάει έντονα την προσοχή, μου προκαλεί ζωηρή αίσθηση
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντυπωσιάζομαι | εντυπωσιαζόμουν(α) | θα εντυπωσιάζομαι | να εντυπωσιάζομαι | ||
β' ενικ. | εντυπωσιάζεσαι | εντυπωσιαζόσουν(α) | θα εντυπωσιάζεσαι | να εντυπωσιάζεσαι | (εντυπωσιάζου) | |
γ' ενικ. | εντυπωσιάζεται | εντυπωσιαζόταν(ε) | θα εντυπωσιάζεται | να εντυπωσιάζεται | ||
α' πληθ. | εντυπωσιαζόμαστε | εντυπωσιαζόμαστε εντυπωσιαζόμασταν |
θα εντυπωσιαζόμαστε | να εντυπωσιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | εντυπωσιάζεστε | εντυπωσιαζόσαστε εντυπωσιαζόσασταν |
θα εντυπωσιάζεστε | να εντυπωσιάζεστε | (εντυπωσιάζεστε) | |
γ' πληθ. | εντυπωσιάζονται | εντυπωσιάζονταν εντυπωσιαζόντουσαν |
θα εντυπωσιάζονται | να εντυπωσιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντυπωσιάστηκα | θα εντυπωσιαστώ | να εντυπωσιαστώ | εντυπωσιαστεί | ||
β' ενικ. | εντυπωσιάστηκες | θα εντυπωσιαστείς | να εντυπωσιαστείς | εντυπωσιάσου | ||
γ' ενικ. | εντυπωσιάστηκε | θα εντυπωσιαστεί | να εντυπωσιαστεί | |||
α' πληθ. | εντυπωσιαστήκαμε | θα εντυπωσιαστούμε | να εντυπωσιαστούμε | |||
β' πληθ. | εντυπωσιαστήκατε | θα εντυπωσιαστείτε | να εντυπωσιαστείτε | εντυπωσιαστείτε | ||
γ' πληθ. | εντυπωσιάστηκαν εντυπωσιαστήκαν(ε) |
θα εντυπωσιαστούν(ε) | να εντυπωσιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εντυπωσιαστεί | είχα εντυπωσιαστεί | θα έχω εντυπωσιαστεί | να έχω εντυπωσιαστεί | εντυπωσιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εντυπωσιαστεί | είχες εντυπωσιαστεί | θα έχεις εντυπωσιαστεί | να έχεις εντυπωσιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εντυπωσιαστεί | είχε εντυπωσιαστεί | θα έχει εντυπωσιαστεί | να έχει εντυπωσιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εντυπωσιαστεί | είχαμε εντυπωσιαστεί | θα έχουμε εντυπωσιαστεί | να έχουμε εντυπωσιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εντυπωσιαστεί | είχατε εντυπωσιαστεί | θα έχετε εντυπωσιαστεί | να έχετε εντυπωσιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εντυπωσιαστεί | είχαν εντυπωσιαστεί | θα έχουν εντυπωσιαστεί | να έχουν εντυπωσιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εντυπωσιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εντυπωσιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εντυπωσιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εντυπωσιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εντυπωσιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εντυπωσιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εντυπωσιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εντυπωσιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εντυπωσιάζομαι