Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτύπωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποτύπωμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αποτύπωμα
τα
αποτυπώμα
τ
α
γενική
του
αποτυπώμα
τ
ος
των
αποτυπωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αποτύπωμα
τα
αποτυπώμα
τ
α
κλητική
αποτύπωμα
αποτυπώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτύπωμα
<
αρχαία ελληνική
ἀποτύπωμα
(
σημασιολογικό δάνειο
από
τη γαλλική
empreinte
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποτύπωμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
αποτυπώνω
το
ίχνος
ενός
σώματος
σε μια
επιφάνεια
, όταν το πιέσουμε πάνω σ’ αυτή
άλλες μορφές:
αποτύπωση
(
μεταφορικά
)
η
επίδραση
≈
συνώνυμα
:
σφραγίδα
,
στάμπα
καλούπι
,
μήτρα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
αποτυπώνω
,
τυπώνω
και
τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
το ίχνος ενός σώματος σε μια επιφάνεια
αγγλικά
:
print
(en)
,
imprint
(en)
,
impress
(en)
,
impression
(en)
γαλλικά
:
empreinte
(fr)
,
trace
(fr)
γερμανικά
:
Abdruck
(de)
μεταφορικά
αγγλικά
:
footprint
(en)
,
impression
(en)
γαλλικά
:
empreinte
(fr)
καλούπι, μήτρα
→
δείτε
τις
λέξεις
καλούπι
και
μήτρα