αποτύπωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτύπωμα < αρχαία ελληνική ἀποτύπωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empreinte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτύπωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αποτυπώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το ίχνος ενός σώματος σε μια επιφάνεια