ενικός         πληθυντικός  
footprint footprints

  Ετυμολογία

επεξεργασία
footprint < foot + print

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

footprint (en)

  1. η πατημασιά, το πάτημα, το αποτύπωμα ποδιού, το ίχνος ποδιού
    ⮡  He left footprints all over the road behind him.
    Άφησε πατημασιές/πατήματα σε όλο το δρόμο πίσω του.
    ⮡  He left his footprint in the wet soil/in the snow.
    Έμεινε το αποτύπωμα του ποδιού του στο υγρό χώμα/στο χιόνι.
  2. το αποτύπωμα, ένα μέτρο της ποσότητας των πόρων της γης που χρησιμοποιούνται από ένα άτομο ή έναν πληθυσμό που ζει με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  They want to reduce their environmental footprint when they travel.
    Θέλουν να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα όταν ταξιδεύουν.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις foot και print