↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατημασιά οι πατημασιές
      γενική της πατημασιάς των πατημασιών
    αιτιατική την πατημασιά τις πατημασιές
     κλητική πατημασιά πατημασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πατημασιές στην άμμο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατημασιά < συμφυρμός των πάτημα + (πατη)σιά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ti.maˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τη‐μα‐σιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατημασιά θηλυκό

  1. ίχνος πέλματος ανθρώπου ή ζώου
     συνώνυμα: ίχνος, πάτημα, σημάδι, χνάρι
  2. ήχος βημάτων
     συνώνυμα: βήμα, περπατησιά
    ⮡  Ενώ λαγοκοιμόμουν, άκουσα πατημασιές να πλησιάζουν στο κρεβάτι μου.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πατώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία