λαγοκοιμάμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ɣo.ciˈma.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γο‐κοι‐μά‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαλαγοκοιμάμαι, αόρ.: λαγοκοιμήθηκα, μτχ.π.π.: λαγοκοιμισμένος
- κοιμάμαι πολύ ελαφρά
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαγοκοιμάμαι λαγοκοιμούμαι |
λαγοκοιμόμουν(α) | θα λαγοκοιμάμαι λαγοκοιμούμαι |
να λαγοκοιμάμαι λαγοκοιμούμαι |
||
β' ενικ. | λαγοκοιμάσαι | λαγοκοιμόσουν(α) | θα λαγοκοιμάσαι | να λαγοκοιμάσαι | ||
γ' ενικ. | λαγοκοιμάται | λαγοκοιμόταν(ε) | θα λαγοκοιμάται | να λαγοκοιμάται | ||
α' πληθ. | λαγοκοιμόμαστε λαγοκοιμούμαστε |
λαγοκοιμόμαστε λαγοκοιμόμασταν |
θα λαγοκοιμόμαστε λαγοκοιμούμαστε |
να λαγοκοιμόμαστε λαγοκοιμούμαστε |
||
β' πληθ. | λαγοκοιμάστε | λαγοκοιμόσαστε λαγοκοιμόσασταν |
θα λαγοκοιμάστε | να λαγοκοιμάστε | λαγοκοιμείστε - λαγοκοιμιέστε | |
γ' πληθ. | λαγοκοιμούνται | λαγοκοιμούνταν | θα λαγοκοιμούνται | να λαγοκοιμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαγοκοιμήθηκα | θα λαγοκοιμηθώ | να λαγοκοιμηθώ | λαγοκοιμηθεί | ||
β' ενικ. | λαγοκοιμήθηκες | θα λαγοκοιμηθείς | να λαγοκοιμηθείς | λαγοκοιμήσου | ||
γ' ενικ. | λαγοκοιμήθηκε | θα λαγοκοιμηθεί | να λαγοκοιμηθεί | |||
α' πληθ. | λαγοκοιμηθήκαμε | θα λαγοκοιμηθούμε | να λαγοκοιμηθούμε | |||
β' πληθ. | λαγοκοιμηθήκατε | θα λαγοκοιμηθείτε | να λαγοκοιμηθείτε | λαγοκοιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | λαγοκοιμήθηκαν λαγοκοιμηθήκαν(ε) |
θα λαγοκοιμηθούν(ε) | να λαγοκοιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λαγοκοιμηθεί | είχα λαγοκοιμηθεί | θα έχω λαγοκοιμηθεί | να έχω λαγοκοιμηθεί | λαγοκοιμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις λαγοκοιμηθεί | είχες λαγοκοιμηθεί | θα έχεις λαγοκοιμηθεί | να έχεις λαγοκοιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λαγοκοιμηθεί | είχε λαγοκοιμηθεί | θα έχει λαγοκοιμηθεί | να έχει λαγοκοιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λαγοκοιμηθεί | είχαμε λαγοκοιμηθεί | θα έχουμε λαγοκοιμηθεί | να έχουμε λαγοκοιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λαγοκοιμηθεί | είχατε λαγοκοιμηθεί | θα έχετε λαγοκοιμηθεί | να έχετε λαγοκοιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λαγοκοιμηθεί | είχαν λαγοκοιμηθεί | θα έχουν λαγοκοιμηθεί | να έχουν λαγοκοιμηθεί |