λαγοκοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαγοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαγοκοιμάμαι
Μετοχή επεξεργασία
λαγοκοιμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη λαγοκοιμάμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαγοκοιμισμένος
|