Ουσιαστικό

επεξεργασία

oeil (fr)

  • → δείτε τη λέξη œil



  Ετυμολογία

επεξεργασία
oeil < λατινική oculum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

oeil (και oil, ueil) αρσενικό

  1. το μάτι
  2. άνοιγμα σε ένα βαρέλι για το γέμισμα ή γρήγορο άδειασμα