Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
oeil
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ουσιαστικό
2
Παλαιά γαλλικά
(fro)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
oeil
(fr)
→
δείτε
τη λέξη
œil
Παλαιά γαλλικά
(fro)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
oeil
<
λατινική
oculum
Ουσιαστικό
επεξεργασία
oeil
(
και
oil
,
ueil
)
αρσενικό
το
μάτι
άνοιγμα σε ένα
βαρέλι
για το γέμισμα ή γρήγορο άδειασμα