Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
empreinte empreintes

empreinte (fr) θηλυκό

  1. το ίχνος, το χνάρι,το αχνάρι
  2. το εκμαγείο