αχνάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αχνάρι | τα | αχνάρια |
γενική | του | αχναριού | των | αχναριών |
αιτιατική | το | αχνάρι | τα | αχνάρια |
κλητική | αχνάρι | αχνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αχνάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχνάρι ουδέτερο
- το αποτύπωμα του πέλματος ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά
- κάθε ίχνος ή σημάδι
- πατρόν, σχέδιο, υπόδειγμα από ή σε κάποιο υλικό για την κατασκευή ρούχων