πατρόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατρόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική patron < λατινική patronus < pater < πρωτοϊταλική *patēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατρόν ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) σχεδίασμα σε χαρτί ή άλλο υλικό που το χρησιμοποιούν ως υπόδειγμα για την κατασκευή ενδυμάτων ή για να κόψουν κάτι στο σχήμα του σχεδιάσματος