πατρόνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατρόνος | οι | πατρόνοι |
γενική | του | πατρόνου | των | πατρόνων |
αιτιατική | τον | πατρόνο | τους | πατρόνους |
κλητική | πατρόνε | πατρόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατρόνος αρσενικό
- (παρωχημένο) αρσενικό του πατρόνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατρόνος
|