υπόδειγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόδειγμα < αρχαία ελληνική ὑπόδειγμα < ὑποδείκνυμι < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόδειγμα ουδέτερο
- αυτό που υποδεικνύεται ή προβάλλεται ως πρότυπο προς αντιγραφή ή μίμηση, καθώς συγκεντρώνει πολλά θετικά χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- υποδειγματικός
- → δείτε τη λέξη δείχνω