υποδειγματικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποδειγματικός < αρχαία ελληνική ὑποδειγματικός < ὑπόδειγμα
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υποδειγματικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει σαν υπόδειγμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποδειγματικός
υποδειγματικός, -ή, -ό