ὑπόδειγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπόδειγμᾰ | τὰ | ὑποδείγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ὑποδείγμᾰτος | τῶν | ὑποδειγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ὑποδείγμᾰτῐ | τοῖς | ὑποδείγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὑπόδειγμᾰ | τὰ | ὑποδείγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ὑπόδειγμᾰ | ὑποδείγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποδείγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποδειγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπόδειγμα < ὑποδείκνυμι ὑπό-δειγ- + -μα < δείκνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπόδειγμα
- υπόδειγμα, δείγμα, ένδειξη
- τύπος, καλούπι
- (ελληνιστική σημασία) πρότυπο, μοντέλο
- αντίγραφο
- μεταφορά, παρομοίωση, εικόνα
Πηγές
επεξεργασία- ὑπόδειγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόδειγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.