ὑποδείκνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὑποδείκνυμι
- υποδεικνύω κρυφά, έμμεσα, υπαινίσσομαι, υποδηλώνω
- ἄλλο τι τῶν χρησίμων ὑποδέξας : δειχνει άλλο καλό σύμπτωμα (ιατρικό)
- φανερώνω, δηλώνω τη θέλησή μου
- οἱ θεοὶ οὕτως ὑποδεικνύουσι
- διδάσκω με υποδείξεις, δίνω το καλό παράδειγμα, γίνομαι υπόδειγμα
- φέρνω στοιχεία και τα θέτω στη διάθεση του δικαστηρίου
- βάζω σημάδια για να σημειώσω κάτι, σχεδιάζω χάρτη ή σχέδιο, σημειώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ὑπόδειγμα
Κλίση
επεξεργασίαΚλίνεται σύμφωνα με το δείκνυμι