υπαινίσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαινίσσομαι < αρχαία ελληνική ὑπαινίσσομαι < ὑπο- + αἰνίσσομαι < αἶνος
Ρήμα
επεξεργασίαυπαινίσσομαι, πρτ.: υπαινισσόμουν, στ.μέλλ.: θα υπαινιχθώ, αόρ.: υπαινίχθηκα
υπαινίσσομαι, πρτ.: υπαινισσόμουν, στ.μέλλ.: θα υπαινιχθώ, αόρ.: υπαινίχθηκα