Δείτε επίσης: ἀντιγραφή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιγραφή οι αντιγραφές
      γενική της αντιγραφής των αντιγραφών
    αιτιατική την αντιγραφή τις αντιγραφές
     κλητική αντιγραφή αντιγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ɣɾaˈfi/
ΔΦΑ : /a.di.ɣɾaˈfi/ (σε γρήγορο λόγο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιγραφή
παλιότερος συλλαβισμός: αντιγραφή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιγραφή θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος αντιγράφω, η δημιουργία ενός αντιγράφου
  2. (σε εξετάσεις) το να χρησιμοποιεί ο εξεταζόμενος πηγές οι οποίες δεν είναι επιτρεπτές από τους κανόνες των εξετάσεων (βιβλίο / σημειώσεις / σκονάκι / πληροφορίες από άλλους εξεταζόμενους) και να απαντά στα θέματα αντιγράφοντας από αυτές
      απαγορεύεται η αντιγραφή σε κάθε είδους γραπτές εξετάσεις
  3. ενέργεια κατά την οποία τα περιεχόμενα μιας συγκεκριμένης περιοχής "πηγαίνουν" σε μια άλλη, χωρίς όμως να διαγραφούν από την πρώτη
      Για να αντιγράψεις κάτι, πατάς "αντιγραφή" και μετά "επικόλληση".
  4. (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type)
    υπώνυμα: ρηχή αντιγραφή (shallow copy), βαθιά αντιγραφή (deep copy)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη αντιγράφω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία