στάμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάμπα | οι | στάμπες |
γενική | της | στάμπας | των | σταμπών |
αιτιατική | τη | στάμπα | τις | στάμπες |
κλητική | στάμπα | στάμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάμπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stampa
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστάμπα θηλυκό
- αποτύπωμα, το σημάδι που αφήνει κάποιο αντικείμενο γενικά ή ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν το σκοπό
- (ειδικότερα) βιομηχανοποιημένη ή χειροποίητη ζωγραφιά πάνω σε ρούχο, συνήθως έγχρωμη
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) το κηλίδωμα, η ρετσινιά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στάμπα
|