↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταμπωτός η σταμπωτή το σταμπωτό
      γενική του σταμπωτού της σταμπωτής του σταμπωτού
    αιτιατική τον σταμπωτό τη σταμπωτή το σταμπωτό
     κλητική σταμπωτέ σταμπωτή σταμπωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταμπωτοί οι σταμπωτές τα σταμπωτά
      γενική των σταμπωτών των σταμπωτών των σταμπωτών
    αιτιατική τους σταμπωτούς τις σταμπωτές τα σταμπωτά
     κλητική σταμπωτοί σταμπωτές σταμπωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταμπωτός < στάμπα + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταμπωτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία