σταμπαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταμπαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταμπάρω
Μετοχή επεξεργασία
σταμπαρισμένος, -η, -ο
- τον έχουν υπ' όψη τους οι αρχές, τον παρακολουθούν ως κακοποιό, του έχουν πάρει αποτυπώματα για την δράση του στο παρελθόν
- είναι σημαδεμένος ότι ανήκει σε κάποιον ή ότι τον θέλει κάποιος
- → δείτε τη λέξη σταμπάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταμπαρισμένος