σημαδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημαδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σημαδεύω
Μετοχή επεξεργασία
σημαδεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν σημαδέψει
- που έχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, πχ ουλή
- (μεταφορικά) που η ζωή τού άφησε δυσεπούλωτα ψυχικά τραύματα