Δείτε επίσης: ρετσίνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρετσινιά οι ρετσινιές
      γενική της ρετσινιάς των ρετσινιών
    αιτιατική τη ρετσινιά τις ρετσινιές
     κλητική ρετσινιά ρετσινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετσινιά < ρετσίνι + -ιά < μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετσινιά θηλυκό

  1. κηλίδα / λεκές από ρετσίνι
  2. (μεταφορικά) δυσφήμιση, συκοφαντία από την οποία δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί κάποιος
     συνώνυμα: στίγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία