ρετσινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρετσινιά | οι | ρετσινιές |
γενική | της | ρετσινιάς | των | ρετσινιών |
αιτιατική | τη | ρετσινιά | τις | ρετσινιές |
κλητική | ρετσινιά | ρετσινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρετσινιά < ρετσίνι + -ιά < μεσαιωνική ελληνική ρετσίνη < αρχαία ελληνική ῥητίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρετσινιά θηλυκό
- κηλίδα / λεκές από ρετσίνι
- (μεταφορικά) δυσφήμιση, συκοφαντία από την οποία δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί κάποιος